ἐνδιάκειμαι

ἐνδιάκειμαι
ἐνδιά-κειμαι, [voice] Pass.,
A to be set in, λίθοι σχοινίσιν ἐ. J.AJ12.2.
9 [suff] ἐνδια-κειμένως, Adv. = ἐνδιαθέτως, λέγειν τι Hermog.Id.2.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενδιάκειμαι — ἐνδιάκειμαι (Α) είμαι τοποθετημένος σε κάτι («ἐνδιέκειντο δὲ ταῑς σχοινίσι... λίθοι πολυτελεῑς») …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”